Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλικανός
1 εγγραφή
αγγλικανός -ή -ό [aŋglikanós] Ε1 : χριστιανός διαμαρτυρόμενος που ανήκει στο αγγλικανικό δόγμα: ~ πάστορας. || (ως ουσ.) ο αγγλικανός, θηλ. αγγλικανή.

[λόγ. < αγγλ. Anglican < νλατ. Anglicanus (-an, -anus = -ανός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες