Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγελτήριο το [angeltírio] Ο42 : έντυπη αναγγελία κοινωνικού γεγονότος: ~ κηδείας / ετήσιου μνημοσύνου. ~ κολλημένο σε στύλο του ηλεκτρικού.
[λόγ. < ελνστ. ἀγγελτήρ `αγγελιοφόρος΄ -ιον]



