Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγελοθωρώ
1 εγγραφή
αγγελοθωρώ [angeloθoró] Ρ10.9α : (λαϊκότρ.) βλέπω τον άγγελο του θανάτου στις τελευταίες στιγμές της ζωής μου· ψυχορραγώ, ξεψυχώ, αγγελοκρούομαι, αγγελοσκιάζομαι, αγγελιάζομαι.

[αγγελο- + θωρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες