Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγειόσπασμος
1 εγγραφή
αγγειόσπασμος ο [angióspazmos] Ο20 & αγγειοσπασμός ο [angiospa zmós] Ο17 : (ιατρ.) νευρική σύσπαση των αρτηριακών αγγείων: Ο καφές προκαλεί αγγειόσπασμο με αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

[λόγ. αγγειο- 2 + σπασμός και μετακ. του τόνου για ένδειξη σύνθ., μτφρδ. διεθ. vasospasm (spasm < αρχ. σπασμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες