Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγειο-
2 εγγραφές [1 - 2]
αγγειο- 1 [anio] : (κυρ. αρχαιολ.) το ουσ. αγγείο 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά: ~γράφος, ~πλάστης, ~πώλης· ~γραφία, ~πλαστική.

[λόγ. θ. του ουσ. αγγεί(ον) 1 -ο-]

αγγειο- 2 & αγγει- [ani], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (επιστ.) το ουσ. αγγείο 2 ως α' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά και σε επίθετα: αγγειέμφραξη, ~σκλήρυνση, ~στένωση, ~τομία, ~χειρουργική· ~διασταλτικός, ~κινητικός.

[λόγ. < διεθ. angi(o)- < αρχ. θ. ἀγγει(ο)- του ουσ. ἀγγεῖο(ν) (δες αγγείο 2) ως α' συνθ.: αγγειο-γραφία < γαλλ. angio graphie, αγγειο-σπασμός μτφρδ. διεθ. vasospasm]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες