Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγειοπλαστική
2 εγγραφές [1 - 2]
αγγειοπλαστική η [angioplastií] Ο29 : η τέχνη της κατασκευής πήλινων αγγείων: Aρχαία / ετρουσκική / βυζαντινή ~.

[λόγ. αγγειοπλάστ(ης) -ική, θηλ. του -ικός]

αγγειοπλαστικός -ή -ό [angioplastikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην αγγειοπλαστική ή στον αγγειοπλάστη: ~ πηλός / τροχός. Aγγειοπλαστική άργιλος / κόλλα / τέχνη. Aγγειοπλαστικά εργαλεία.

[λόγ. αγγειοπλάστ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες