Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγειοπλάστης ο [angioplástis] Ο10 : τεχνίτης που κατασκευάζει πήλινα αγγεία.
[λόγ. αγγειο- 1 + πλάστης κατά το ελνστ. χαλκοπλάστης `επεξεργαστής χαλκού΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. αγγειο- 1 + πλάστης κατά το ελνστ. χαλκοπλάστης `επεξεργαστής χαλκού΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |