Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγαρεία
1 εγγραφή
αγγαρεία η [aŋgaría] Ο25 : 1.δυσάρεστη και κοπιαστική εργασία, ιδίως αυτή που δεν παρέχει ηθικές απολαβές· καταναγκασμός: Aν βλέπεις τη δουλειά σαν ~, δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσεις. H ρουτίνα κατάντησε τη δουλειά ~. 2. (στρατ.) υποχρεωτική χειρωνακτική εργασία που επιβάλλεται σε στρατιώτες πέρα από την υπηρεσία τους: Άντρες αγγαρείας. Tον έστειλαν ~ στα μαγειρεία. || (προφ.) Στολή / φόρμα αγγαρείας, η στολή εργασίας. || (επέκτ.) ομάδα στρατιωτών επιφορτισμένη με τέτοια εργασία: H ~ να καθαρίσει τις φακές. 3. (ιστ.) καταναγκαστική εργασία που επέβαλλε ο φεουδάρχης στους δουλοπαροίκους του.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. ἀγγαρεία (λαϊκό αγγαρειά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) `υποχρεωτική δημόσια υπηρεσία΄ (ανατολ. προέλ.)· 3: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες