Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαστός
1 εγγραφή
αγαστός -ή -ό [aγastós] Ε1 : (λόγ.) θαυμαστός, αξιοθαύμαστος: Aγαστή σύμπνοια / συμφωνία / συνεργασία / σύμπτωση.

[λόγ. < αρχ. ἀγαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες