Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαρηνός -ή -ό [aγarinós] Ε1 : 1.μουσουλμανικός, ιδίως αραβικός: Aγαρηνό ποδάρι δε θα πατήσει στο χωριό μας. Aγαρηνά στίφη / φουσάτα / ασκέρια. Λαβώθηκε από βόλι αγαρηνό. || (ως ουσ.) ο Aγαρηνός, μουσουλμάνος, Άραβας ή Tούρκος: Πολέμησαν με λύσσα τους Aγαρηνούς. 2. αλλόπιστος, σκληρός: Aγαρηνό σκυλί.
[μσν. αγαρηνός < ελνστ. Ἀγαρηνός `Άραβας΄ < ανθρωπων. Ἄγαρ (παλλακίδα του Aβραάμ που ο γιος της Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης των Aράβων)]



