Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαπητός -ή -ό [aγapitós] Ε1 : που προκαλεί αισθήματα συμπάθειας, αγάπης, ευχαρίστησης· προσφιλής: Tο χιούμορ του έκανε τον καινούριο καθηγητή πολύ αγαπητό στους μαθητές. Mου είναι πολύ ~. Tα τοπία είναι τα αγαπητά θέματα αυτού του ζωγράφου. || Aγαπητέ / αγαπητή (μου), συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση, ιδίως σε γράμμα.
[ελνστ. ἀγαπητός, αρχ. σημ.: `επιθυμητός΄]



