Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπητικιά
1 εγγραφή
αγαπητικός ο [aγapitikós] Ο17 θηλ. αγαπητικιά [aγapitiá] Ο24 : (παρωχ.) 1. (με γεν. προσώπου) αυτός που έχει ερωτικό δεσμό· εραστής, ερωμένος: Ο ~ της βοσκοπούλας. 2. αυτός που συντροφεύει γυναίκες για να τις εκμεταλλεύεται.

[ελνστ. ἀγαπητικός `στοργικός΄· μσν. αγαπητικ(ή) -ιά < αγαπητικ(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες