Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπησιάρης
1 εγγραφή
αγαπησιάρης -α -ικο [aγapisxáris] Ε9 : 1.που χαρακτηρίζεται από ερωτική διάθεση ή προκαλεί αυτή τη διάθεση στους άλλους· ερωτιάρης. 2. που εύκολα αγαπιέται· συμπαθητικός, αξιαγάπητος: Aγαπησιάρικο παιδί.

[μσν. αγαπησιάρης < αρχ. ἀγάπησ(ις) `αφοσίωση΄ -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες