Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαπίζω [aγapízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κπ.: Άντε, δώστε τα χέρια σας, ν΄ αγαπίσετε. Tο πρωί μαλώνουν, το βράδυ αγαπίζουν. 2. συμφιλιώνω κπ. με κπ. άλλο: Ήταν μαλωμένοι και τους αγάπισα.
[μσν. αγαπίζω < αγαπ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αγαπησ-]