Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγανός
1 εγγραφή
αγανός -ή -ό [aγanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) 1. (για ύφασμα) αραιός, αραιοϋφασμένος. ANT κρουστός: Aγανό πανί. || (μτφ.): Aγανό σύννεφο, διάφανο. 2. χαλαρός: ~ κόμπος. αγανά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έπλεξες την κάλτσα ~.

[αρχ. ἀγανός `μαλακός, ευγενικός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες