Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαμία
1 εγγραφή
αγαμία η [aγamía] Ο25 : 1.η κατάσταση του άγαμου: H ~ είναι υποχρεωτική για τους μοναχούς. Tο θέμα της αγαμίας του κλήρου. Πιστοποιητικό αγαμίας. 2. αποχή ή στέρηση από τη σεξουαλική πράξη.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαμία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες