Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλματοποιός
1 εγγραφή
αγαλματοποιός ο [aγalmatopiós] Ο17 : γλύπτης που κατασκευάζει αγάλματα.

[λόγ. < αρχ. ἀγαλματοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες