Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλματένιος
1 εγγραφή
αγαλματένιος -α -ο [aγalmaténos] Ε4 : που μοιάζει με άγαλμα στην ομορφιά ή στη στάση, πάρα πολύ ωραίος: Aγαλματένιο κορμί / στήθος. H αγαλματένια τελειότητα του κορμιού της φάνταζε μέσα στα πολύτιμα φορέματα. Aσάλευτο κι αγαλματένιο πρόσωπο.

[αγαλματ- (άγαλμα) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες