Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλμάτινος
1 εγγραφή
αγαλμάτινος -η -ο [aγalmátinos] Ε5 : 1.που αναφέρεται σε άγαλμα: Tα αγαλμάτινα ομοιώματα των αρχαίων θεών. 2. αγαλματένιος: Aγαλμάτινο σώμα.

[λόγ. αγαλματ- (άγαλμα) -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες