Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαλλιώ
1 εγγραφή
αγαλλιώ [aγalió] Ρ10.4α : (λόγ.) αγαλλιάζω: Aγαλλιά αυτός, όταν εμείς θρηνούμε.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαλλιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες