Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαλακτία η [aγalaktía] & αγαλαξία η [aγalaksía] Ο25 : (ιατρ.) διακοπή ή έλλειψη του μητρικού γάλακτος μετά τον τοκετό. || Λοιμώδης ~, αρρώστια των αιγοπροβάτων.
[λόγ. < νλατ. agalactia (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀγαλακτία `έλλειψη γάλακτος΄· λόγ. < νλατ. agalaxia < ελνστ. ἀγάλαξ `που δεν έχει γάλα΄ -ia = -ία (σφαλερά αντί agalactia)]