Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαθοποιός
1 εγγραφή
αγαθοποιός -ός / -ά -ό [aγaθopiós] Ε13 : (λόγ.) που έχει αγαθό, ευεργετικό αποτέλεσμα: Aγαθοποιές δυνάμεις. Aγαθοποιές επιδράσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες