Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαθοεργός
1 εγγραφή
αγαθοεργός -ή -ό [aγaθoerγós] Ε1 : (λόγ.) που έχει σχέση με την αγαθοεργία· φιλανθρωπικός: ~ σκοπός. Aγαθοεργά ιδρύματα, ευαγή.

[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοεργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες