Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγένεια
1 εγγραφή
αγένεια η [ajénia] Ο27 : η έλλειψη καλών τρόπων στη συμπεριφορά, απρέπεια·. ANT ευγένεια: Aυτό που έκανες ήταν ασυγχώρητη ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγένεια `χαμηλή καταγωγή΄ σημδ. γαλλ. bassesse]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες