Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγάμητος
1 εγγραφή
αγάμητος -η -ο [aγámitos] Ε5 : (προφ.) που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή.

[αρχ. ἀγάμητος, ἀγάμετος `άγαμος΄, κατά την εξέλ. της σημ. του γαμώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες