Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβύζαχτος
1 εγγραφή
αβύζαχτος -η -ο [avízaxtos] Ε5 : 1.για παιδί που δε θήλασε: Άφησε το παιδί αβύζαχτο. 2. που δε θήλασε παιδί: Γυναίκα αβύζαχτη.

[α- 1 βυζακ- (βυζαίνω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες