Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβρός
1 εγγραφή
αβρός -ή -ό [avrós] Ε1 : 1.απαλός, τρυφερός, λεπτοκαμωμένος: ~ άνθρωπος. Aβρή γυναίκα / ψυχή. Aβρό πρόσωπο / χέρι / δέρμα. || Aβρές κινήσεις, κομψές. 2. που έχει ευγενικούς και λεπτούς τρόπους: Είναι πάντα ~ στους χαρακτηρισμούς του / στους τρόπους του. αβρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἁβρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες