Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβράκωτος
1 εγγραφή
αβράκωτος -η -ο [avrákotos] Ε5 : 1.ξεβράκωτος. 2. (παρωχ., πληθ.) οι ακραίοι δημοκρατικοί, στη γαλλική επανάσταση.

[1: α- 1 βρακώ(νω `φορώ σε κπ. βρακί΄ < βρακ(ί) -ώνω) -τος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. sans culotte]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες