Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβουλία η [avulía] Ο25 : 1.η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας: Στις δύσκολες στιγμές τον κυρίευε μια ~. Διακρινόταν πάντα για την αδράνεια και την ~. 2. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία βουλητικής ενέργειας.
[λόγ. < αρχ. ἀβουλία]
- αβούλιαχτος -η -ο [avúlaxtos] Ε5 : ANT βουλιαγμένος. 1. που δε βούλια ξε ή που δε βουλιάζει· αβύθιστος: Aπό τη φουρτούνα κανένα ψαροκάικο δεν έμεινε αβούλιαχτο. 2. (για οικοδομή, τοίχο κτλ.) που δεν κατέρρευσε ή που δεν έπαθε καθίζηση: Στέγη αβούλιαχτη. Σ΄ ένα μόνο σημείο ο δρόμος έμεινε ~.
[α- 1 βουλιακ- (βουλιάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



