Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβλεψία η [avlepsía] Ο25 : απροσεξία, αμέλεια της στιγμής· παραδρομή: Δεν είναι και κανένα βαρύ λάθος· μια ~ απλή ήταν. Tυπογραφικές αβλεψίες.
[λόγ. < ελνστ. ἀβλεψία `ανικανότητα να δει κανείς΄]