Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβλαβής
1 εγγραφή
αβλαβής -ής -ές [avlavís] Ε10 : που δεν κάνει κακό, χωρίς όμως να είναι και ωφέλιμος· άβλαβος: Aβλαβή έντομα. Λένε πως είναι αβλαβές το κάπνισμα με φίλτρο. Όλα τα καλλυντικά δεν είναι αβλαβή. (έκφρ.) σώος και ~, (για πρόσ. ή πργ.) ακέραιος, άθικτος: Επέστρεψε σώος και ~. αβλαβώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀβλαβής· λόγ. < αρχ. ἀβλαβῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες