Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβλαβής -ής -ές [avlavís] Ε10 : που δεν κάνει κακό, χωρίς όμως να είναι και ωφέλιμος· άβλαβος: Aβλαβή έντομα. Λένε πως είναι αβλαβές το κάπνισμα με φίλτρο. Όλα τα καλλυντικά δεν είναι αβλαβή. (έκφρ.) σώος και ~, (για πρόσ. ή πργ.) ακέραιος, άθικτος: Επέστρεψε σώος και ~.
αβλαβώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀβλαβής· λόγ. < αρχ. ἀβλαβῶς]