Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβιταμίνωση η [avitamínosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση του οργανισμού κατά την οποία οι βιταμίνες βρίσκονται σε χαμηλή ή ανύπαρκτη ποσότητα: H κακή διατροφή οδηγεί στην ~ του οργανισμού. Πολλά παιδιά γίνονται καχεκτικά από την ~.
[λόγ. < γαλλ. avitaminose < a- = α- 1 + vitamin(e) = βιταμίν(η) -ose = -ωσις > -ωση]



