Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβιομηχανοποίητος
1 εγγραφή
αβιομηχανοποίητος -η -ο [aviomixanopíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν επεξεργαστεί με βιομηχανική μέθοδο. ANT βιομηχανοποιημένος: Aβιομηχανοποίητες ύλες.

[λόγ. α- 1 βιομηχανοποιη- (βιομηχανοποιώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες