Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβιογενετικός -ή -ό [aviojenetikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αβιογένεση: Aβιογενετική θεωρία.
[λόγ. < αγγλ. abiogenetic < abiogene(sis) = αβιογένε(σις) -tic = -τικός]