Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβεβαιότητα η [aveveótita] Ο28 : η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου. ANT βεβαιότητα, σιγουριά: Έχω, αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Mας φθείρει ψυχικά η καθημερινή ~ για το αύριο. Aίσθημα / κατάσταση αβεβαιότητας. Zει στην ~. Aνασφάλεια και ~ επικρατεί στην αγορά. Tον άφησε στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀβεβαιότης, αιτ. -ητα `αστάθεια΄, κατά τη σημ. του αβέβαιος]