Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβεβαίωτος -η -ο [avevéotos] Ε5 : που δεν επιβεβαιώθηκε, δεν εξακριβώθηκε: Aβεβαίωτες ειδήσεις / πληροφορίες, ανεπιβεβαίωτες. Aβεβαίωτοι φόροι, που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία.
[λόγ. α- 1 βεβαιω- (δες βεβαιώνω) -τος]



