Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβγαταίνω [avγaténo] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος· αυξάνομαι, πληθύνομαι, αβγατίζω: Mέρα με την ημέρα αβγάταιναν τα πλούτη του κι η δύναμή του. Όσο κι αν τα μετράς, δεν αβγαταίνουν. 2. αβγατίζω1.
[< αβγατ(ίζω) μεταπλ. -αίνω κατά το συν. πληθαίνω]