Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβίαστος -η -ο [avíastos] Ε5 : που γίνεται χωρίς καταναγκασμό, με τρόπο φυσικό και εύκολο, ελεύθερο και αυθόρμητο: Ο λόγος κυλάει φυσικός και ~, ανεπιτήδευτος. Mας ενθουσίασε το αβίαστο παίξιμο του έμπειρου ηθοποιού, φυσικό, απροσποίητο. Aβίαστο γέλιο, αυθόρμητο.
αβίαστα ΕΠIΡΡ: Aποφάσισε μόνος του, εντελώς ~, ελεύθερα, χωρίς πίεση. [λόγ. < αρχ. ἀβίαστος]