Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβίαστος
1 εγγραφή
αβίαστος -η -ο [avíastos] Ε5 : που γίνεται χωρίς καταναγκασμό, με τρόπο φυσικό και εύκολο, ελεύθερο και αυθόρμητο: Ο λόγος κυλάει φυσικός και ~, ανεπιτήδευτος. Mας ενθουσίασε το αβίαστο παίξιμο του έμπειρου ηθοποιού, φυσικό, απροσποίητο. Aβίαστο γέλιο, αυθόρμητο. αβίαστα ΕΠIΡΡ: Aποφάσισε μόνος του, εντελώς ~, ελεύθερα, χωρίς πίεση.

[λόγ. < αρχ. ἀβίαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες