Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβάφτιστος -η -ο [aváftistos] & αβάπτιστος -η -ο [aváptistos] Ε5 : α.που δε βαφτίστηκε: Δύο μηνών μωρό αβάφτιστο. β. (υβρ., συνήθ. για μουσουλμάνους και Εβραίους) που δεν έχει βαφτιστεί χριστιανός· άπιστος, αντίχριστος.
[ελνστ. ἀβάπτιστος, αρχ. σημ.: `που δε βυθίζεται στο νερό΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. επίδρ.]



