Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβάσταχτος -η -ο [avástaxtos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει κάποιος· πολύ βαρύς, ασήκωτος: Aβάσταχτο βάρος. || δυσβάσταχτος: Aβάσταχτα οικογενειακά βάρη. Aβάσταχτες υποχρεώσεις. Aβάσταχτοι φόροι. 2. που δεν μπορεί να τον υπομείνει κάποιος· ανυπόφορος, αφόρητος: Aβάσταχτη ζέστη / δυστυχία. ~ πόνος. Aβάσταχτο μαρτύριο. Aβάσταχτες συνθήκες ζωής. 3. που δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος, να του περιορίσει τη δύναμη, την ορμή· πολύ ορμητικός, ασυγκράτητος: Tο πλήθος όρμησε αβάσταχτο / με αβάσταχτη ορμή. || παράφορος: Aβάσταχτο μίσος. Aβάσταχτη επιθυμία.
[ελνστ. ἀβάστακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (2: μσν. σημ.)]



