Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβάσκαντος -η -ο [aváskandos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δε ματιάστηκε ή δε ματιάζεται· αμάτιαστος: Tο φυλαχτό τον κράτησε αβάσκαντο. || (σε ευχή) που να μη βασκαθεί: Tόσο είναι έξυπνο και γνωστικό τ΄ αβάσκαντο!
[ελνστ. ἀβάσκαντος]