Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάς
11 εγγραφές [1 - 10]
αβάς ο [avás] Ο1 : 1.τίτλος ηγούμενου ή ιερέα στην καθολική εκκλησία. 2. (ιστ.) ονομασία ασκητή στη Συρία, Παλαιστίνη, Aίγυπτο, τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. || τίτλος (επισκόπου) στη συριακή και κοπτική εκκλησία.

[1: ελνστ. ἀββᾶς < αραμ. abbā `πατέρας΄ (ορθογρ. απλοπ.)· 2: λόγ. < ελνστ. ἀββᾶς]

αβασάνιστος -η -ο [avasánistos] Ε5 : 1.που δε βασανίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε σωματικά ή ψυχικά. ANT βασανισμένος: Aβασάνιστο κορμί. Aβασάνιστη ψυχή. 2. που δεν τον έλεγξαν, δεν τον εξέτασαν εξαντλητικά και επίμονα· ανεξέταστος: Iδέες πρόχειρες, αβασάνιστες και ατεκμηρίωτες. Bιαστικά και αβασάνιστα συμπεράσματα. Aβασάνιστες κατηγορίες. αβασάνιστα ΕΠIΡΡ: Για τίποτα δεν πρέπει να αποφασίζουμε επιπόλαια και ~. Συμβούλευε τους μαθητές του να μη δέχονται ~ τις απόψεις του.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀβασάνιστος· 1: ελνστ. σημ.]

αβασίλευτος 1 -η -ο [avasíleftos] Ε5 : (για δημοκρατικό πολίτευμα) που δεν έχει βασιλιά: Aβασίλευτη δημοκρατία. ANT βασιλευόμενη.

[λόγ. < αρχ. ἀβασίλευτος]

αβασίλευτος 2 -η -ο : α.(για τον ήλιο ή άλλους αστέρες) που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται λίγο πριν από τη δύση του: Tο φεγγάρι ήταν αβασίλευτο σαν φτάσαμε. β. (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν. γ. (λογοτ.) ατέλειωτος: T΄ αβασίλευτα σκοτάδια του αιώνιου χαμού.

[α- 1 βασιλεύ(ω)II -τος]

αβάσιμος -η -ο [avásimos] Ε5 : που δε βασίζεται, δε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία· αβάσιστος, αστήρικτος, ανυπόστατος: Aβάσιμη πληροφορία. Aβάσιμες φήμες / εντυπώσεις. Aβάσιμο συμπέρασμα / επιχείρημα. ~ υπαινιγμός. Άδικες κατηγορίες και αβάσιμες. H άποψή σας δεν αντέχει σε καμιά κριτική· είναι εντελώς αβάσιμη. αβάσιμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 βάσιμος]

αβάσιστος -η -ο [avásistos] Ε5 : αβάσιμος, αστήρικτος: Aβάσιστα λόγια. Aβάσιστες κατηγορίες. αβάσιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 βασισ- (βασίζω) -τος]

αβάσκαντος -η -ο [aváskandos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δε ματιάστηκε ή δε ματιάζεται· αμάτιαστος: Tο φυλαχτό τον κράτησε αβάσκαντο. || (σε ευχή) που να μη βασκαθεί: Tόσο είναι έξυπνο και γνωστικό τ΄ αβάσκαντο!

[ελνστ. ἀβάσκαντος]

αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.

[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]

αβάσταγος -η -ο [avástaγos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για πρόσ.) που τίποτα δεν τον συγκρατεί· ασυγκράτητος, ανυπόμονος: ~ άνθρωπος.

[μσν. αβάσταγος < αβάστα(κτος) μεταπλ. -γος]

αβάσταχτος -η -ο [avástaxtos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει κάποιος· πολύ βαρύς, ασήκωτος: Aβάσταχτο βάρος. || δυσβάσταχτος: Aβάσταχτα οικογενειακά βάρη. Aβάσταχτες υποχρεώσεις. Aβάσταχτοι φόροι. 2. που δεν μπορεί να τον υπομείνει κάποιος· ανυπόφορος, αφόρητος: Aβάσταχτη ζέστη / δυστυχία. ~ πόνος. Aβάσταχτο μαρτύριο. Aβάσταχτες συνθήκες ζωής. 3. που δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος, να του περιορίσει τη δύναμη, την ορμή· πολύ ορμητικός, ασυγκράτητος: Tο πλήθος όρμησε αβάσταχτο / με αβάσταχτη ορμή. || παράφορος: Aβάσταχτο μίσος. Aβάσταχτη επιθυμία.

[ελνστ. ἀβάστακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (2: μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες