Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάντζο
1 εγγραφή
αβάντζο το [avándzo] & αβάντσο το [avántso] Ο39 : στις ΦΡ πάμε ~;, για τυχερά παιχνίδια, όταν οι παίχτες συμφωνούν να αυξήσουν τον αριθμό των πόντων του παιχνιδιού. δίνω ~, παραχωρώ πλεονεκτήματα στον αντίπαλο: Tρέχουμε στα εκατό μέτρα; Σου δίνω ~ δέκα (μέτρα).

[ιταλ. avanzo `πλεόνασμα ισολογισμού΄ και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες