Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβάντζα
1 εγγραφή
αβάντζα η [avándza] & αβάντσα η [avántsa] Ο25α : (προφ.) 1. προκαταβολή μισθού, οφειλής ή χρέους· μπροστάντζα: Πήρα ~ τρία χιλιάρικα. 2. αβάντα2. 3. συγκαταβατικό φέρσιμο: Δε θα δεχτώ να μου κάνει τέτοιες αβάντσες αυτός ο τιποτένιος.

[αβαντσ(άρω) `προκαταβάλλω΄ (αναδρ. σχημ.) < ιταλ. avanzar(e) `είμαι πιστωτής΄ και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες