Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβάντα η [avánda] Ο25α : 1α.(προφ.) πλεονέκτημα: Aυτή η δουλειά έχει πολλές αβάντες. β. κέρδος, όφελος που συνήθ. προέρχεται από επιλήψιμη διαδικασία· μίζα: Άμα σου τελειώσω τη δουλειά, τι ~ θα πάρω; 2. (σπάν.) υποστήριξη συνήθ. έμμεση, μέσο, αβάντζα: Είχε ~ και μπήκε στη Σχολή. 3. (θέατρ.) σύνολο γνωρισμάτων ρόλου ή παράστασης που σκοπεύουν στο να προσελκύσουν το κοινό με εξωτερικά, συνήθ. φανταχτερά μέσα.
[παλ. ιταλ. avant(are) ή βεν. vant(arse) `καυχιέμαι΄ -α (αναδρ. σχημ.)]
- αβανταδόρικος -η -ο [avandaδórikos] Ε5 : που αφορά τον αβανταδόρο ή που έχει σχέση με αυτόν: Aβανταδόρικο κόλπο / τέχνασμα. Aβανταδόρικη σκηνοθεσία.
αβανταδόρικα ΕΠIΡΡ. [αβανταδόρ(ος) -ικος]
- αβανταδόρος ο [avandaδóros] Ο18 θηλ. αβανταδόρισσα [avandaδórisa] Ο27α : 1α.παίχτης τυχερού παιχνιδιού σε λέσχη ή καζίνο που παίζει με χρήματα της επιχείρησης, για να προσελκύσει άλλους παίχτες. β. αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης. 2. (προφ.) αυτός που κάνει αβάντες ή ζει από αυτές.
[αβάντ(α) -αδόρος· αβανταδόρ(ος) -ισσα]
- αβαντάζ το [avantáz] Ο (άκλ.) : πλεονέκτημα: Tο διαμέρισμα έχει πολλά ~. Δέξου την πρότασή του, έχει πολλά ~.
[λόγ. < γαλλ. avantage]