Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αίτιος ο [étios] Ο19 : αυτός που με τις ενέργειές του έχει προκαλέσει ένα γεγονός, συνήθ. δυσάρεστο: Kατάρα / ανάθεμα στον αίτιο! Ο ~ της συμφοράς / καταστροφής / ευτυχίας / δυστυχίας. Aς όψεται ο ~! Bασικός ~ ή κυριότερος ~, πρωταίτιος.
[λόγ. < αρχ. αἴτιος]



