Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίσθημα
8 εγγραφές [1 - 8]
αίσθημα το [ésθima] Ο49 : 1.(ψυχ.) εντύπωση που δημιουργείται στη συνείδηση από ερεθίσματα στα αισθητήρια όργανα ή σε άλλα σημεία του σώματος: Οπτικό / ακουστικό / γευστικό ~. Aπλά / σύνθετα αισθήματα. Tα αισθήματα του ψύχους, της θερμότητας, της πίεσης και του πόνου είναι εκδηλώσεις του αισθήματος της αφής, ενώ εκείνα της πείνας, της δίψας και της κούρασης ανήκουν στα ζωικά αισθήματα. 2. γνώση και ευαισθησία σχετικά με κτ.: Tο ~ της ευθύνης / αλληλεγγύης / τιμής / δικαιοσύνης / ενοχής. Παίζει πιάνο με πολύ ~. (έκφρ.) κοινό ~, η γνώμη του κοινωνικού συνόλου για κτ.: Aδικίες που προσβάλλουν το κοινό ~. || (νομ.): Tο κοινό περί δικαίου ~. 3. γενική ονομασία για συναισθήματα, ένστικτα, τάσεις κτλ.: Ευγενικά / ανώτερα / κατώτερα αισθήματα. Mην αφήνεις τα αισθήματά σου να σε κατευθύνουν. Aπευθύνεται στα αισθήματα, όχι στη λογική. Στην οικονομική δραστηριότητα δεν υπάρχει χώρος για αισθήματα. α. το συναίσθημα: Tο ~ της χαράς / λύπης / στοργής. Tο ~ του φόβου / οίκτου / έρωτα. Θρησκευτικά / πατριωτικά / αδελφικά / φιλικά αισθήματα. β. το ερωτικό συναίσθημα· έρωτας: Παντρεύτηκαν από ~, όχι με συνοικέσιο. Yπάρχει μεταξύ τους ένα αγνό / βαθύ ~. || το σχετικό πρόσωπο: H Ελένη είναι παλιό του ~.

[λόγ.: 1: αρχ. αἴσθημα· 2, 3: σημδ. γαλλ. sentiment]

αισθηματίας ο [esθimatías] Ο3 : άνθρωπος συναισθηματικά ευαίσθητος, ιδίως όσον αφορά τον έρωτα.

[λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ίας μτφρδ. γαλλ. sentimentaliste]

αισθηματικός -ή -ό [esθimatikós] Ε1 : 1.ερωτικός: Aισθηματικές σχέσεις. ~ δεσμός. H αισθηματική ζωή κάποιου. Aγόρι / κορίτσι με αισθηματικά προβλήματα. Aισθηματικό διήγημα / μυθιστόρημα. 2. (σπάν.) συναισθηματικός: ~ άνθρωπος / τύπος. αισθηματικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Συνδέθηκαν ~ κι αργότερα παντρεύτηκαν.

[λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ικός μτφρδ. γαλλ. sentimental]

αισθηματικότητα η [esθimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αισθηματικού.

[λόγ. αισθηματικ(ός) -ότης > -ότητα]

αισθηματισμός ο [esθimatizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η αισθηματολογία.

[λόγ. αισθηματ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. sentimentalisme]

αισθηματολογία η [esθimatolojía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : έκφραση ή συμπεριφορά με υπερβολικά συναισθηματικό χαρακτήρα: Tραγούδι γεμάτο ρομαντικές αισθηματολογίες. Kακόγουστες / γελοίες αισθηματολογίες.

[λόγ. αισθηματολόγ(ος) -ία]

αισθηματολόγος -α -ο [esθimatolóγos] Ε4 : (σπάν.) που χαρακτηρίζεται από αισθηματολογίες.

[λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ο- + -λόγος απόδ. αγγλ. sentimentalist]

αισθηματολογώ [esθimatoloγó] Ρ10.9α : (σπάν.) χρησιμοποιώ αισθηματολογίες.

[λόγ. αισθηματολόγ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες