Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίνος
1 εγγραφή
αίνος ο [énos] Ο18 : (λόγ.) ο έπαινος. || (συνήθ. πληθ., εκκλ.) ψαλμοί, ιδίως οι τρεις τελευταίοι από τους ψαλμούς του Δαβίδ, που ψάλλονται κατά το τέλος του όρθρου.

[λόγ. < αρχ. αrνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες