Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίθριος -α -ο [éθrios] Ε6 : (λόγ.) 1. που δεν έχει σύννεφα: ~ ουρανός / καιρός. 2. (μτφ., λογοτ.) ήσυχος, γαλήνιος: ~ νους. Aίθριο πρόσωπο, όχι σκυθρωπό.
[λόγ. < αρχ. αἴθριος (στη σημ. 1)]