Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίγλη η [éγli] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.(λόγ.) η λάμψη. α. (φυσ.) είδος φωτεινής ακτινοβολίας. || (τεχνολ.): Λυχνία αίγλης. β. (μετεωρ.) ονομασία οπτικού φαινομένου. γ. (εκκλ.) το φωτοστέφανο των αγίων. 2. μεγάλη δόξα, φήμη: H ~ της αρχαίας Ρώμης / της ελληνικής αρχαιότητας. Προσωπικότητα με κύρος και ~.
[λόγ.: 2: αρχ. αἴγλη· 1: & σημδ. γαλλ. gloire, auréole]